- μονόκλαυτον
- μονόκλαυτοςmade by one onlymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek